ωριαία γωνία

ωριαία γωνία
(Αστρον.). H μία από τις δύο ισημερινές συντεταγμένες ενός ουρανίου σώματος. Η άλλη είναι η απόκλιση ή πολική απόσταση. Οι συντεταγμένες αυτές λέγονται κανονικές ωριαίες. Η ω.γ. υπολογίζεται επάνω στον ισημερινό, κατά την ανάδρομη φορά, από 00-3600 (0-24 ώρες), ή και σε αντίθετες κατευθύνσεις με αρχή από 00-1800 (0-12 ώρες), θετικά προς τη Δύση και αρνητικά προς την Ανατολή. Παρατηρούμε ότι στη διάρκεια της ημερήσιας περιστροφής της ουράνιας σφαίρας, από τις ισημερινές συντεταγμένες μεταβάλλεται μόνο η ω.γ. Η απόκλιση παραμένει σταθερή. Οι ισημερινές συντεταγμένες χρησιμοποιούνται στις παρατηρήσεις του ισημερινού τηλεσκοπίου, εξαρτώνται όμως από τον τόπο και τον χρόνο των παρατηρήσεων και είναι ακατάλληλες προκειμένου να συντάξουμε καταλόγους αστέρων, για τους οποίους χρησιμοποιούνται οι ουρανογραφικές συντεταγμένες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωριαίος — α, ο / ὡριαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο διάλειμμα» β. «ὡριαῑα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις») 2. φρ. α) «ωριαία γωνία» αστρον. η γωνία η οποία σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος — α, ο 1. αυτός που διαρκεί μία ώρα: Πολύ λίγο πληρώνεται η ωριαία διδασκαλία στη σχολή αυτή. 2. αυτός που γίνεται κάθε ώρα. 3. φρ., «ωριαία γωνία», η δίεδρη γωνία που σχηματίζεται από το μεσημβρινό του τόπου και τον κύκλο που περνά από το σχετικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ωρικός — Αρχαία πόλη της ιλλυρικής Αμαντίας στο Ιόνιο πέλαγος, όχι μακριά από τις εκβολές του Αώου ποταμού. Σύμφωνα με την παράδοση Ιδρύθηκε όπως και η Αμαντία, από Ευβοείς, που επέστρεφαν από την Τροία. Πάντως ήταν αρχαιότατη ελληνική πόλη (Hρόδ. 9,90),… …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • συντεταγμένες γεωγραφικές — Για τον ακριβή προσδιορισμό οποιουδήποτε σημείου πάνω στη Γη, καταφεύγουμε σ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα συντεταγμένων, οι οποίες συνίστανται από το πλάτος και το μήκος και έχουν ως βασική αναφορά τον Ισημερινό και τον πρωτεύοντα ή αρχικό μεσημβρινό.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”